- πλήθιος
- -α, -ο, Ν1. πολυπληθής, περίσσιος («που κρίματα έχει πλήθια», Σολωμ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλήθιατα πλήθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσιος με επίδραση τού πλήθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλήθια — τα, Ν βλ. πλήθιος … Dictionary of Greek